- χαραμοφάγος
- ο, θηλ. χαραμοφάγισσα και χαραμοφάγα, Νβλ. χαραμοφάης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαραμοφάγος — χαραμοφάγος, ο και χαραμοφάς, ο και χαραμοφάης, ο θηλ. χαραμοφάγα και χαραμοφάισσα ουδ. χαραμοφάικο αυτός που τρώει το ψωμί του χαράμι, αυτός που τρέφεται σε βάρος άλλου: Τι τον έχεις αυτόν το χαραμοφάγο στο σπίτι σου και δεν τον βάνεις να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαραμοφάης — και χαραμοφάγος και χαραμοφάς και χαραμοφάος, ο, θηλ. χαραμοφάισσα και χαραμοφάγα και χαραμοφάγισσα, ουδ. χαραμοφάγικο και χαραμοφάικο, Ν αυτός που τρέφεται εις βάρος άλλου χωρίς να εργάζεται ή χωρίς να αποδίδει όσο πρέπει, παράσιτος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek